- στοχαστικός
- -ή, -ό / στοχαστικός, -ή, -όν, ΝΑ [στοχαστής]νεοελλ.1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια»)2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός άνθρωπος»)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η στοχαστικήμαθηματικό σύστημα με το οποίο γίνεται δυνατή η συναγωγή στατιστικών πορισμάτων με τη χρήση τού λογισμού τών πιθανοτήτων2. φρ. α) «στοχαστική και μονοχρωματική ζωγραφική» — τάση τής μοντέρνας τέχνης, επηρεασμένη από τα καλλιτεχνικά βιώματα τής Άπω Ανατολής, που χαρακτηρίζεται από ήρεμα μονοχρωματικά, κυρίως, πεδία και εμφανίστηκε στην Αμερική κατά τη δεκαετία τού 1950 ως αντίδραση στη χρωματική έκρηξη τού αφηρημένου εξπρεσιονισμού και στον υλισμό τής άμορφης τέχνηςβ) «στοχαστικές μεταβλητές»μαθημ. οι τυχαίες μεταβλητέςαρχ.1. αυτός που θέτει ως στόχο κάτι, που επιδιώκει και επιτυγχάνει κάτι («στοχαστικὸς τοῡ ἀρίστου», Αριστοτ.)2. ικανός να εικάζει, να συμπεραίνει κάτι (α. «στοχαστική διάγνωσις», Γαλ.β. «στοχαστικαὶ ἐπιστῆμαι», Φιλόδ.)3. ευφυής4. το θηλ. ως ουσ. ἡ στοχαστικήη ικανότητα να επιτυγχάνει κανείς το ορθό5. το ουδ. ως ουσ. τὸ στοχαστικόνφροντίδα, μέριμνα για κάτι.επίρρ...στοχαστικώς / στοχαστικῶς ΝΑ, και στοχαστικά Ννεοελλ.με περίσκεψη, με σωφροσύνηαρχ.1. με εικασία, υποθετικά2. υπό ορισμένη προϋπόθεση, σύμφωνα με συμπέρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.